- τράβο
- το, Νβλ. τράβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… … Dictionary of Greek
τράβα — η, και τράβο, το, Ν (διαλ. τ.) μεγάλη δοκός για στήριξη στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trave «ξύλινη δοκός, δοκάρι»] … Dictionary of Greek
τσιμπολογώ — και τσιμπολογάω Ν 1. τσιμπώ επανειλημμένα 2. μτφ. α) τρώγω πολλές φορές και από λίγο β) αποσπώ κατά διαστήματα μικροποσά από κάποιον, συνήθως με επιτήδειο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμπώ + λογώ* (πρβλ. τραβο λογώ)] … Dictionary of Greek
φτερολογιέμαι — Ν (για πτηνό) 1. αρχίζω να βγάζω φτερά 2. δοκιμάζω τις φτερούγες μου για να πετάξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό + λογιέμαι (βλ. και λογώ), πρβλ. τραβο λογιέμαι] … Dictionary of Greek